- Παναιτίου
- Παναίτιοςcause of allmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παναιτίου — παναίτιος cause of all masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παναιτίου, ζωγράφος του- — Ανώνυμος αγγειογράφος του αυστηρού ερυθρόμορφου ρυθμού, τα έργα του οποίου έχουν μεν την υπογραφή του περίφημου αγγειογράφου Ευφρόνιου (500 460 π.Χ.), αλλά η αγγειογραφία τους αποδίδεται σε αυτόν, θεωρείται βοηθός του Ευφρόνιου, που εκτός από την … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
ποσειδώνιος — (Απάμεια, Συρία 135 π.Χ. περίπου – μέσα 1ου αι. π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Μαθητής του Παναίτιου στην Αθήνα, αφού πραγματοποίησε μεγάλα επιστημονικά ταξίδια, ίδρυσε δική του σχολή στη Ρόδο, στην οποία είχε μαθητές, μεταξύ άλλων, τον… … Dictionary of Greek
Αίλιος Τούμπερος — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Φίλος του Κικέρωνα, που έγινε το 49 π.Χ. διοικητής Αφρικής. Ο Αινεσίδημος του αφιέρωσε τους Πυρρωνείους λόγους του. Έγραψε μια ιστορική μελέτη σε 14 τόμους, που αφορούσε την περίοδο από την ίδρυση… … Dictionary of Greek
Εκάτων — (2ος αι. π.Χ.). Στωικός φιλόσοφος από τη Ρόδο. Ήταν μαθητής του Παναιτίου και υπήρξε ο γνωστότερος, μετά τον δάσκαλό του, εκπρόσωπος της Μέσης Στοάς … Dictionary of Greek
Ευφρόνιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αττικός αγγειογράφος και αγγειοπλάστης του αυστηρού ερυθρόμορφου ρυθμού (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Η υπογραφή του εμφανίζεται σε 17 αγγεία αλλά τα πιο αντιπροσωπευτικά της τεχνοτροπίας του είναι τα τέσσερα, τα… … Dictionary of Greek
στωική σχολή — Μία από τις σημαντικότερες τάσεις της φιλοσοφίας των ελληνιστικών χρόνων. Ως σχολή ιδρύθηκε τον 3o αι. π.Χ. από τον Ζήνωνα τον Κιτιέα σε μια στοά της Αθήνας που λεγόταν Ποικίλη Στοά (από όπου πήρε και το όνομά της). Η στωική φιλοσοφία… … Dictionary of Greek